αὔξω

αὔξω
αὐξᾰνω, αὔξω (αὐξάνοι. αὔξεις, -ει, -ομεν; αὔξῃς; αὔξων, -οντες: med. αὔξεται, -ονται); αὐξομέναν. cf. ἀέξω)
a increaseδενδρέων δὲ νομὸν Διώνυσος πολυγαθὴς αὐξάνοι fr. 153. met.,

ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.3

αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων, τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς i. e. make great the sacrifice of burnt offerings to I. 4.62
b met., exalt, make to prosper

τὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα, λαοτρόφον O. 5.4

αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν λόγον φέρεις P. 8.38

ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.71

γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων N. 3.58

τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων N. 7.32

ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (Hartung: αὔξων ἀστῶν codd.) I. 7.29
c med., grow, rise

εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν αὐξομέναν πεδόθεν πολύβοσκον γαῖαν O. 7.62

met.,

ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται P. 8.93

γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10

αὔξεται δ' ἀρετὰ (codd.: αὔξηται metr. gr. Turyn: ἀίσσει e fine versus huc transtulit Fel. Vogt, qui αὔξεται delevit) N. 8.40

νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ N. 9.48

ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ i. e. arise fr. 133. 5.
d frag. ]αὔξεις[ Παρθ. 2. . ]αὐξᾳνε[ (Snell: αὐξουη[ G-H.) fr. 140a. 79 (53).

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αὐξῶ — Αὐξώ goddess of growth fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) Αὐξώ goddess of growth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐξώ — goddess of growth fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αυξώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αδελφή της Ηγεμόνης, που ταυτιζόταν με τον ήλιο της άνοιξης. Η Α. ταυτιζόταν με τον ήλιο του καλοκαιριού. Μολονότι τα ονόματα των Χαρίτων που μνημονεύονται στην Αθήνα είναι αυτά τα δύο, οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τη γνωστή… …   Dictionary of Greek

  • αύξω — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αδελφή της Ηγεμόνης, που ταυτιζόταν με τον ήλιο της άνοιξης. Η Α. ταυτιζόταν με τον ήλιο του καλοκαιριού. Μολονότι τα ονόματα των Χαρίτων που μνημονεύονται στην Αθήνα είναι αυτά τα δύο, οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τη γνωστή… …   Dictionary of Greek

  • αὔξω — αὐξάνω increase pres subj act 1st sg αὐξάνω increase pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αὐξῶν — Αὐξώ goddess of growth fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • овощ — (судя по наличию щ , заимств. из цслав.), укр. овоч, овiчник торговец фруктами , ст. слав. овошть ὀπώρα (Супр.), болг. овоще ср. р. фрукты, плоды , сербохорв. во̏ħе, словен. оvо̑čjе, чеш. оvосе ср. р. плоды , слвц. оvосiе ср. р., польск. оwос –… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • юг — род. п. а; юга засуха; мгла; духота , (Даль; где?, см. сомнения на этот счет у Преобр., Труды I, 128), южный, укр. юг, др. русск. угъ юг, южная страна, южный ветер , ст. слав., русск. цслав. югъ νότος (Зогр., Мар., Савв., Супр.), болг. юг,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • List of Greek mythological figures — A listing of Greek mythological beings. Many of the gods and goddesses had Roman and Etruscan equivalents. See also family tree of the Greek gods and the list of Greek mythological creatures. For a list of the deities of many cultures (including… …   Wikipedia

  • Horae — Dionysus leading the Horae (Neo Attic Roman relief, 1st century) Greek deities series Primordial deities Titans and …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”